- ἀναμηρύκησις
- ἀνα-μηρύκησις, das Wiederkäuen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναμηρύκησις — ἀναμηρύκησις ( εως), η (Α) [ἀναμηρυκῶμαι] αναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός, ξαναμάσημα … Dictionary of Greek
ἀναμηρύκησις — rumination fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμηρυκώμαι — ἀναμηρυκῶμαι ( άομαι) (Α) ξαναμασώ τροφή, μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρυκῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμηρύκησις] … Dictionary of Greek